βατοκόπι

βατοκόπι
το και βατοκόπος, ο (Μ βατοκόπιον, το)
σιδερένιο δρεπανοειδές όργανο με το οποίο κόβουν βάτους και άλλους θάμνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βατοκόβω — και βατοκοπώ ( άω) κόβω βάτους και άλλους θάμνους με το βατοκόπι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”